- ἠτακτήσαμεν
- сделались беспорядочные мы
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἠτακτήσαμεν — ἀτακτέω to be undisciplined aor ind act 1st pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)